- τἆνδον
- ἄνδον , ἀναδίδωμιgive upaor ind act 3rd pl (epic)ἄνδον , ἀναδίδωμιgive upaor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τάνδον — Α (στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὰ ἔνδον … Dictionary of Greek
τἀνδόν — ἀνδόν , ἀναδίδωμι give up aor part act neut nom/voc/acc sg ἐνδόν , ἐνδίδωμι give in aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄνδον — ἔνδον , ἔνδον within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαρτύω — (Α ἐξαρτύω) [αρτύω] ετοιμάζω, συγυρίζω κάτι («χώρει δ ἐς δόμους, ὅσον τάχος καὶ τάνδον ἐξάρτυε», Ευρ.) αρχ. μέσ. 1. συμπληρώνω τα εφόδιά μου, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι με κάτι ή ως προς κάτι («ναυτικά τε ἐξηρτύετο ἡ Ἑλλάς», Θουκ.) 2. προετοιμάζω … Dictionary of Greek